- Πιερίδων
- Πῑερίδων , Πιερίδεςfrom Pieriamasc/fem gen plΠιερίςfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά … Dictionary of Greek
πιερίς — η, Ν ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας τών πιεριδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pieris < Πιερίς, όν. Μουσών < Πιερία] … Dictionary of Greek
χαλκευτός — ή, όν, Α [χαλκεύω] 1. κατασκευασμένος από χαλκό ή από άλλο μέταλλο 2. (γενικά) επεξεργασμένος, κατασκευασμένος («στίλος Πιερίδων χαλκευτὸς ἐπ ἄκμοσιν», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
ανθοχαρίδα — (anthocharis). Γένος λεπιδοπτέρων εντόμων της οικογένειας των πιεριδών. Ζουν κυρίως στην Ευρώπη και τη βόρεια Αφρική. Τα είδη που ζουν στις εύκρατες περιοχές συνήθως μεταναστεύουν κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου. Τα έντομα αυτά έχουν μικρό σώμα… … Dictionary of Greek
απάτουρα — (apatura). Λεπιδόπτερα έντομα της οικογένειας των πιεριδών. Ζουν στις περισσότερες ηπείρους του πλανήτη μας (Ευρώπη, Aμερική, Ασία). Οι κάμπιες τους έχουν το σχήμα σαλιγκαριού και ζουν επάνω στα περιττώματα των ζώων. Τα τέλεια έντομα είναι ζώα… … Dictionary of Greek